- μεθοδεία
- και μεθοδειά, η (ΑM μεθοδεία, Α και μεθοδία) [μεθοδεύω]1. επιβουλή, δόλος, πανουργία, απάτη2. τέχνασμα, επινόημα, μηχανορραφία («ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης», ΚΔ)μσν.επάγγελμα, τέχνη, εργασία, απασχόλησηαρχ.μέθοδος, τρόπος είσπραξης φόρων.
Dictionary of Greek. 2013.